- ἀπολαύειν
- ἀπολαύωhave enjoyment ofpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
солод — род. п. а, укр. солод, блр. солод, др. русск. солодъ, болг. слад, сербохорв. сла̑д, словен. slȃd, род. п. slȃda, sladȗ, чеш., слвц. slad, польск. sɫod, род. п. sɫodu, в. луж. sɫod, н. луж. sɫod. Отсюда солодить, соложу, укр. солодити, соß… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek